συσκηνήτρια

συσκηνήτρια
ἡ, Α
βλ. συσκηνητήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συσκηνήτρια — female messmate fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκηνητήρ — ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κινη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”